διαχορεύω

διαχορεύω
διαχορεύω (Μ)
περιφέρομαι ανενόχλητος όπως ο χορευτής στη σκηνή («τὴν Ρωμαίων γῆν διαχορεύει», Θεοφύλακτος ο Σιμοκράτης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”